εύσταθμος

εύσταθμος
εὔσταθμος, -ον (ΑΜ)
μσν.
αυτός που έχει κανονικό, πλήρες βάρος («εὔσταθμα νομίσματα»)
αρχ.
μετρημένος με ακρίβεια.
επίρρ...
εὐστάθμως (Α)
με ακριβή στάθμιση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + σταθμός / σταθμά «βάρος»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • εὐστάθμως — εὔσταθμος accurately measured adverbial εὔσταθμος accurately measured masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευσταθμία — εὐσταθμία, ἡ (Μ) [εὔσταθμος] ισορροπία …   Dictionary of Greek

  • ευσταθμώ — εὐσταθμῶ, έω (ΑΜ) [εύσταθμος] είμαι σταθερός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”